χεροπιαστός

χεροπιαστός
η , ό
1) осязаемый, ощущаемый рукой; 2) перен. ощутимый, явный, очевидный;

χεροπιαστά αποτελέσματα — ощутимые результаты;

- χεροπιαστό παράδειγμα — конкретный пример


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χεροπιαστός" в других словарях:

  • χεροπιαστός — ή, ό, Ν βλ. χειροπιαστός …   Dictionary of Greek

  • χεροπιαστός — ή, ό βλ. χειροπιαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροπιαστός — και χεροπιαστός, ή, ό, Ν 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό 2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό… …   Dictionary of Greek

  • χειροπιαστός — χειροπιαστός, ή, ό και χεροπιαστός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί με τα χέρια. 2. ολοφάνερος: Αυτές είναι χειροπιαστές αποδείξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»